Αστικές αναπλάσεις VSΣύγχρονοι Νεάτερνταλ

Share on facebook
Facebook
Share on twitter
Twitter
Share on linkedin
LinkedIn

Παρακολουθώντας τα νέα της Τρίπολης το τελευταίο διάστημα, διαπιστώνει κανείς πως έντονο ζήτημα έχει δημιουργηθεί με την τάξη στο κέντρο της πόλης (όπως αυτό διαμορφώνεται πλέον) καθώς και γενικότερα στις πεζοδρομημένες οδούς της πόλης. Το πρόβλημα βέβαια αυτό δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στην Τρίπολη, αλλά είναι ένα γενικότερο επακόλουθο των αστικών αναπλάσεων.

Σε καμία χώρα (ακόμη και σ’ αυτές που εμείς οι αυτομειωτικοί  Έλληνες συνηθίζουμε να τις λέμε «προηγμένες χώρες του βορρά και του δυτικού κόσμου») οι όποιες αστικές αναπλάσεις έγιναν δεν έτυχαν θερμής υποδοχής. Το ανθρώπινο είδος εκ φύσεως συνηθίζει εύκολα κάτι και δύσκολα το ξεσυνηθίζει και φυσικά αντιδρά στις όποιες προσπάθειες αλλαγής του. Το φαινόμενο αυτό είναι ακόμη εντονότερο στην ελληνική εκδοχή του ανθρωπίνου είδους, καθώς εμείς οι Έλληνες πολλές φορές αντιδρούμε έντονα σε κάποια αλλαγή στην καθημερινότητά μας. Στη συνέχεια βέβαια αποδεχόμαστε την αλλαγή και συνηθίζουμε τη νέα πραγματικότητα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που η περίπτωση μιας νέας αλλαγής της μας βρίσκει και πάλι αντίθετους καθώς είμαστε ευχαριστημένοι (=συνηθισμένοι) με αυτό που έχουμε παρόλο που κατά τη δημιουργία του υπήρξαμε αντίθετοι!

Στο θέμα των αστικών αναπλάσεων λοιπόν η εμπειρία έχει δείξει ότι οι δεδομένες λαϊκές αντιδράσεις χρειάζονται ισχυρή πολιτική βούληση σαν αντιστάθμισμά τους, προκειμένου το εκάστοτε έργο να μπορεί να υλοποιηθεί. Το παράδειγμα της πεζοδρόμησης της Ερμού στην Αθήνα, με τους καταστηματάρχες να κλείνουν το δρόμο με φλεγόμενους κάδους απορριμμάτων εκφράζοντας την αντίδρασή τους στην επικείμενη πεζοδρόμηση του, είναι χαρακτηριστικό. Φυσικά στην περίπτωση που κάποιος δήμαρχος αποφασίσει ποτέ να ξανακάνει δρόμο την Ερμού, οι ίδιοι καταστηματάρχες, διαμαρτυρόμενοι, θα κάψουν πάλι κάδους, αν όχι και τον ίδιο το δήμαρχο!

Είναι λοιπόν a priori γνωστό πως το να αποδεχτεί ο πολίτης μια αλλαγή στην καθημερινότητά του εντός του αστικού ιστού είναι κάτι δύσκολο. Εξίσου βέβαια δύσκολο είναι και το να προσαρμοστεί σε αυτήν την αλλαγή και να τη συνηθίσει. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η αλλαγή του επιβάλλει και μια αλλαγή στην όλη φιλοσοφία ζωής του, αναγκάζοντάς τον να εγκλιματιστεί σε μία νέα πραγματικότητα που έρχεται σε αντίθεση με την προσωπικότητά του. Γιατί, κακά τα ψέματα, το να μετακινείσαι με αυτοκίνητο, με ποδήλατο, ή με τα πόδια, είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής.

Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, η εμφάνιση της λεγόμενης μεσαίας τάξης είχε σαν αποτέλεσμα την απότομη αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων και την ταύτιση της μετακίνησης του ανθρώπου με αυτό με την κοινωνική του καταξίωση. Συνεπώς ο πολίτης έμαθε να ζει με το αυτοκίνητο μέσα στην πόλη δημιουργώντας μάλιστα μια νοοτροπία πλήρους κυριότητας της πόλης πάνω στη θέση «το αυτοκίνητο πρέπει να μπορεί να πάει παντού». Η σύγκρουση λοιπόν αυτής της νοοτροπίας με τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα που θέλουν τα κέντρα των πόλεων να αποδίδονται στον πεζό και τον ποδηλάτη, είναι αναπόφευκτη.

Στην Τρίπολη, η οποία δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της σύγκρουσης είναι πλέον ορατά. Πολλές οι φωτογραφίες με τα αυτοκίνητα να βολτάρουν και να παρκάρουν επί της νέας πλατείας Πετρινού, πλήρες χάος στάθμευσης και κυκλοφορίας στους πέριξ αυτής δρόμους (εν μέρει αναμενόμενο και ανεκτό λόγω της συνολικής αναστάτωσης του κέντρου με τα έργα πεζοδρόμησης που ξεκίνησαν), τα μηχανάκια έχουν αυτοαναγορευτεί σε ποδήλατα και θεωρούν ότι δικαίως διέρχονται από την πλατεία και πεζοί και καταστηματάρχες έχουν αρχίσει να αγανακτούν έντονα. Παράλληλα τα ίδια προβλήματα, που υπήρχαν έτσι κι αλλιώς στις εδώ και χρόνια πεζοδρομημένες περιοχές των Κλωνατζίδικων, της οδού Φιλελλήνων και του Ι.Ν. προφήτη Ηλία, αναδείχθηκαν ξανά.

Σαν πρώτο μέτρο ο Δήμος τοποθέτησε βυθιζόμενα κολονάκια και μπάλες σκυροδέματος για να αποτρέψει την είσοδο και στάθμευση οχημάτων σε αυτές τις περιοχές. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε σε χρόνο ρεκόρ τα κολονάκια σε όλη την πόλη σπασμένα και δέκα μέρες μετά την τοποθέτησή τους η κατάσταση να παραμένει η ίδια. Προσωπικά θεωρώ πως πέραν της ευθύνης εκείνων των οδηγών και τον πολιτών, που κατέστρεψαν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα μπάλες και κολονάκια εξωτερικεύοντας τον Νεάτερνταλ που έκρυβαν μέσα τους, ανάλογη ευθύνη έχει και ο Δήμος, καθώς πρέπει να αντιληφθεί πως κανένα μέτρο δεν είναι αποτελεσματικό χωρίς να συνοδεύεται από έλεγχο και παρακολούθηση. Βυθιζόμενα κολονάκια, μπάρες διέλευσης πεζών, μπάλες σκυροδέματος, ελεγχόμενη στάθμευση, παρκόμετρα, ποδηλατόδρομοι, πεζόδρομοι και οποιοδήποτε άλλο πολεοδομικό ή μη μέτρο, δεν αρκεί αν δε συνοδεύεται από έλεγχο της αποτελεσματικότητας και της τήρησης της εφαρμογής του. Με δύο λέξεις: Δημοτική Αστυνομία.

Όταν λέμε Δημοτική Αστυνομία δε θα πρέπει να εννοούμε μια παρέα 20 ατόμων ντυμένων στα λαδί που περιφέρονται στο κέντρο της πόλης ασκόπως δίχως συγκεκριμένο σκοπό και προορισμό και κόβουν και καμιά κλήση για παράνομη στάθμευση που και που, έτσι για να σπάει η ρουτίνα. Η ουσιαστική Δημοτική Αστυνομία είναι ένα σώμα καλά οργανωμένο που δεν αριθμεί λιγότερους υπαλλήλους από αυτούς που χρειάζεται και που γνωρίζει καλά ποιες είναι οι αρμοδιότητές του. Και μια τέτοια οργανωμένη Δημοτική Αστυνομία μπορεί πραγματικά να αποτελέσει το σημαντικότερο πολεοδομικό μέτρο στη σύγχρονη ελληνική πόλη.

Ένας νέος πεζόδρομος που οι πεζοί δεν μπορούν να περάσουν, ένας νέος ποδηλατόδρομος που τα ποδήλατα κινδυνεύουν από τα μηχανάκια, μια νέα πλατεία που κυριαρχούν τα τραπεζοκαθίσματα αντί των ανθρώπων, είναι αποτυχημένες πολεοδομικές παρεμβάσεις σε μία πόλη. Είναι η επιβεβαίωση της κλασσικής ελληνικής νοοτροπίας όπου όλοι ασχολούμαστε με το να γίνει το έργο και δεν ασχολούμαστε με τη μετέπειτα πορεία του μέσα στη ζωή της πόλης, ξεχνώντας αφελώς ότι ουσιαστικά αυτή η μετέπειτα πορεία του είναι που ζούμε καθημερινά και όχι η αρχική του μορφή που μένει για λίγες μέρες. Στην Τρίπολη, το παράδειγμα της πλατείας Βαλτετσίου που αναπλάστηκε πριν λίγα χρόνια και από την πρώτη μέρα λειτουργεί ως χώρος στάθμευσης, είναι χαρακτηριστικό.

Όλες αυτές οι παρεμβάσεις αποτελούν επενδύσεις χρημάτων των πολιτών και ο Δήμος οφείλει να ασχολείται όχι μόνο με την κατασκευή τους αλλά και με την εύρυθμη λειτουργία τους. Αν ο πολίτης δεν μπορεί να ζήσει το έργο, τότε το έργο απέτυχε. Και αυτή η αποτυχία είναι που μπορεί να αποφευχθεί με τη Δημοτική Αστυνομία. Ο έλεγχος της τήρησης της ελεγχόμενης στάθμευσης, ο έλεγχος της τήρησης των ορίων των τραπεζοκαθισμάτων και γενικότερα ο έλεγχος της τήρησης όλων των κανόνων που έχουν τεθεί για τη λειτουργία ενός έργου είναι μια δουλειά τόσο σημαντική όσο και ίδια η κατασκευή του έργου. Και αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι Δήμοι αντιλαμβάνονται.

Στη σημερινή ελληνική κοινωνία και πόλη, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά την τελευταία τριακονταετία, οι Δήμοι καλούνται διαρκώς να γεφυρώνουν αντιθέσεις. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται ουσιαστικά και όχι στα λόγια. Πρέπει να γίνεται αποφασιστικά και όχι με ψηφοθηρικά κριτήρια. Πρέπει να γίνεται με ειλικρινή διάθεση επίλυσης των προβλημάτων και όχι με δήθεν κινήσεις. Κάνεις δεν αρνείται το χαρακτηρισμό «πρωτόγονος» για τους βάνδαλους που κατέστρεψαν μπάλες και κολονάκια, αλλά πρώτο μέλημα του Δήμου θα έπρεπε να είναι η επίλυση του προβλήματος και όχι η έκφραση της αγανάκτησης των υπευθύνων. Εκείνος που έχει δικαίωμα να αγανακτεί είναι μόνο ο εντάξει πολίτης.

ΥΓ: Τα 700€ για ένα κολονάκι που «χορεύει» με το φύσημα του αέρα είναι πολλά.

O Κώστας Σκιντζής είναι τελειόφοιτος της σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Ε.Μ.Π.

Διαβάστε περισσότερα

Designed by PlanBee